- επεικάζω
- ἐπεικάζω (Α)εικάζω, υποθέτω, φαντάζομαι, στοχάζομαι, συμπεραίνω («ὡς δὲ ἐπεικάσαι» — όσο μπορεί κανείς να υπολογίσει, Ηρόδ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + εικάζω «υποθέτω, φαντάζομαι»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐπεικάζω — surmise pres subj act 1st sg ἐπεικάζω surmise pres ind act 1st sg ἐπεικάζω surmise pres subj act 1st sg ἐπεικάζω surmise pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπεικάζειν — ἐπεικάζω surmise pres inf act (attic epic) ἐπεικάζω surmise pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπεικάζων — ἐπεικάζω surmise pres part act masc nom sg ἐπεικάζω surmise pres part act masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπεικάσαι — ἐπεικά̱σᾱͅ , ἐπεικάζω surmise fut part act fem dat sg (doric) ἐπεικά̱σᾱͅ , ἐπεικάζω surmise fut part act fem dat sg (doric) ἐπεικάζω surmise aor inf act ἐπεικάσαῑ , ἐπεικάζω surmise aor opt act 3rd sg ἐπεικάζω surmise aor inf act ἐπεικάσαῑ ,… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπεικάσας — ἐπεικά̱σᾱς , ἐπεικάζω surmise fut part act fem acc pl (doric) ἐπεικά̱σᾱς , ἐπεικάζω surmise fut part act fem gen sg (doric) ἐπεικά̱σᾱς , ἐπεικάζω surmise fut part act fem acc pl (doric) ἐπεικά̱σᾱς , ἐπεικάζω surmise fut part act fem gen sg… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιεικῶν — ἐπϊεικῶν , ἐπεικάζω surmise fut part act masc voc sg ἐπϊεικῶν , ἐπεικάζω surmise fut part act neut nom/voc/acc sg ἐπϊεικῶν , ἐπεικάζω surmise fut part act masc nom sg (attic epic ionic) ἐπιεικής fitting masc/fem/neut gen pl (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εικάζω — (AM εἰκάζω) συμπεραίνω νεοελλ. (παθ. με μέση σημασία) (ει)κάζεται μού φαίνεται αρχ. 1. παριστάνω με εικόνα, φτιάχνω ομοίωμα, απεικονίζω 2. παραβάλλω, παρομοιάζω 3. περιγράφω με παρομοίωση. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. εικάζω είναι μεταβιβαστικό όπως και το… … Dictionary of Greek
επεικασμός — ἐπεικασμός, ο (Α) [επεικάζω] συμπέρασμα, εικασία («χρώμενος ἐπεικασμῷ πρὸς τετυπωμένον», Γαλ.) … Dictionary of Greek